νύχι — το ιού 1. ο όνυχας: Κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια (Κρυστάλλης). 2. η οπλή των ζώων. 3. φρ., «Πατάει στά νύχια», πάει αθόρυβα· «Eίναι νύχι και κρέας», συνδέονται στενά· «από την κορφή ως τα νύχια», ολότελα, εντελώς· «Mην πέσεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… … Dictionary of Greek
παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η … Dictionary of Greek
νυχιά — η [νύχι] 1. αμυχή με το νύχι, Υρατσουνιά 2. ποσότητα που μπορεί να κόψει ή να πάρει κάποιος με το νύχι, ελάχιστη ποσότητα («μια νυχιά αλάτι») … Dictionary of Greek
νυχιάζω — 1. προξενώ αμυχή με το νύχι, Υρατσουνίζω 2. χαράζω σε σκληρή επιφάνεια σημάδι με το νύχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι ή νυχιά] … Dictionary of Greek
χηλή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαλά Α 1. η οπλή τών ιπποειδών 2. το δισχιδές νύχι τών μηρυκαστικών ζώων, όπως λ.χ. τού βοδιού, τού προβάτου κ.ά. 3. διχαλωτό εργαλείο ή εξάρτημα 4. ραγάδα, σκάσιμο στη φτέρνα ή σε άλλο σημείο τού σώματος 5. κυματοθραύστης,… … Dictionary of Greek
αετονύχι — και αϊτονύχι και αϊτόνυχο, το 1. νύχι αετού 2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες που απολήγουν σε οξύ άκρο, όμοιο κατά κάποιο τρόπο με την αιχμή τού νυχιού τού αετού 3. ο καρπός τής αετονυχολιάς που απολήγει σε νυχοειδές άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μονονυχί — μονονυχί, ιων. τ. μουνονυχί (Α) επίρρ. κατά τη διάρκεια μιας νύκτας, σε μια νύκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + νυχί (< νύξ, νυκτός), πρβλ. αυτο νυχί] … Dictionary of Greek
μονώνυχος — η, ο και μώνυχος, η, ο (ΑΜ μονώνυχος, ον και μώνυχος, ον, Α και μώνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ) (για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωνυχος / ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ.… … Dictionary of Greek